ξεκαμπίζω

ξεκαμπίζω
ξεκάμπισα, βγαίνω στους κάμπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεκαμπίζω — (I) 1. βγαίνω από στενό πέρασμα ή από δάσος σε ανοιχτή πεδιάδα 2. φεύγω, απομακρύνομαι 3. μτφ. βγαίνω από αδιέξοδο, αποφεύγω μια δύσκολη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμπος]. (II) μιλώ κάνοντας πολύ θόρυβο, κραυγάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεκάμπισμα — το [ξεκαμπίζω (Ι)1 1. η έξοδος σε πεδιάδα 2. μτφ. διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”